- διαβεβαίωσις
- διαβεβαίωσιςassurancefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβεβαιώσει — διαβεβαίωσις assurance fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαβεβαιώσεϊ , διαβεβαίωσις assurance fem dat sg (epic) διαβεβαίωσις assurance fem dat sg (attic ionic) διαβεβαιόομαι confirm fut ind mp 2nd sg διαβεβαιόομαι confirm aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιώσεις — διαβεβαίωσις assurance fem nom/voc pl (attic epic) διαβεβαίωσις assurance fem nom/acc pl (attic) διαβεβαιόομαι confirm aor subj act 2nd sg (epic) διαβεβαιόομαι confirm fut ind act 2nd sg διαβεβαιόω confirm aor subj act 2nd sg (epic) διαβεβαιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιώσεσι — διαβεβαίωσις assurance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιώσεσιν — διαβεβαίωσις assurance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαίωσιν — διαβεβαίωσις assurance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαίωση — η (AM διαβεβαίωσις) 1. η επιβεβαίωση, η πλήρης πιστοποίηση, η ρητή υπόσχεση 2. (για κληρικούς) α) η βεβαίωση ότι θα πουν την αλήθεια ενώπιον δικαστηρίου τοποθετούν το δεξί χέρι στο στήθος και όχι επί τού Ευαγγελίου, όπως οι λαϊκοί β) η επίσημη… … Dictionary of Greek
διαβεβαιώσεως — διαβεβαιώσεω̆ς , διαβεβαίωσις assurance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)